- λιπαροτράπεζα
- λιπαροτράπεζα, ἡ (Μ)τραπέζι με πλούσια φαγητά.[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης-λαμπρός» + τράπεζα].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λιπαροτράπεζος — λιπαροτράπεζος, ον (Μ) [λιπαροτράπεζα] αυτός που διαθέτει τραπέζι με πλούσια φαγητά … Dictionary of Greek